- λεαντήρ
- λεαν-τήρ, ῆρος, ὁ,A grinder, i.e. pestle, Antyll. ap. Orib.10.23.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεαντήρ — λεαντήρ, ῆρος, ό θηλ. λεάντειρα (Α) βλ. λειαντήρας … Dictionary of Greek
λεαντῆρι — λεαντήρ grinder masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειαντήρας — ο (Α λειαντήρ και λεαντήρ, ῆρος, θηλ. λεάντειρα) [λειαίνω] αυτός που κάνει κάτι λείο νεοελλ. εργαλείο με το οποίο λειαίνονται επιφάνειες … Dictionary of Greek